- αλιμάριστος
- -η, -οαυτός που δεν λιμαρίστηκε, δηλ. δεν λειάνθηκε με τη λίμα ή δεν είναι δυνατόν να λιμαριστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λιμαριστός < λιμάρω, λιμαρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιμάριστος — η, ο 1. αυτός που δε ρινίστηκε με λίμα: Ξέχασες το πριόνι αλιμάριστο και δεν κόβει. 2. μτφ., αυτός που αναγκάστηκε να ακούει φλυαρίες: Όπου και να με συναντούσε δε με άφηνε αλιμάριστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)